- πέροβα
- η, Ν(ξυλολ.) ξύλο αμερικανικής προέλευσης, που παράγεται από διάφορα δασικά είδη, κατάλληλο για την επιπλοποιία, την οικοδομική και τη ναυπηγική.[ΕΤΥΜΟΛ. < πορτογαλ. peroba < iperoba).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.